ξετίναγμα

ξετίναγμα
τό
1) сильное встряхивание; отряхивание; 2) разоблачение, уничтожающая критика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξετίναγμα" в других словарях:

  • ξετίναγμα — το, ατος 1. το τίναγμα πράγματος για τον καθαρισμό του από σκόνη ή σκουπίδια: Απαγορεύεται το ξετίναγμα ρούχων από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. 2. μτφ., το χάσιμο περιουσίας, χρημάτων: Του κάνανε μεγάλο ξετίναγμα στα χαρτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετίναγμα — το [ξετινάζω] 1. ισχυρό τίναγμα ενός πράγματος προκειμένου να φύγει από πάνω του η σκόνη 2. μτφ. α) πρόκληση μεγάλης οικονομικής ζημιάς β) η απώλεια τής περιουσίας κάποιου γ) η απογύμνωση κάποιου από τα επιχειρήματα που προβάλλει, η κατάρριψη με… …   Dictionary of Greek

  • τίναγμα — το, ατος 1. κλονισμός, ξετίναγμα, τράνταγμα: Ένιωσα τίναγμα με το σεισμό. 2. ξεσκόνισμα: Τίναγμα του σεντονιού. 3. πήδημα, σαλτάρισμα: Μ ένα τίναγμα έπιασε την μπάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»